υποπορφυρος

υποπορφυρος
    ὑποπόρφυρος
    ὑπο-πόρφῠρος
    2
    почти пурпурный, близкий к пурпурному
    

(χρῶμα Arst.; ῥόδον Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υποπορφυρος" в других словарях:

  • ὑποπόρφυρος — somewhat purple masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποπόρφυρος — ον, Α [πορφυρός] λίγο πορφυρός, κοκκινωπός …   Dictionary of Greek

  • ὑποπόρφυρον — ὑποπόρφυρος somewhat purple masc/fem acc sg ὑποπόρφυρος somewhat purple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπορφύροισι — ὑποπόρφυρος somewhat purple masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπορφύρων — ὑποπόρφυρος somewhat purple masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπόρφυρα — ὑποπόρφυρος somewhat purple neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποπορφυρίζω — Α [ὑποπόρφυρος] είμαι ὑποπόρφυρος* («ἔοικε δὲ ὑάκινθος τῇ ἐρέᾳ ἢ ὑποπορφυρίζων ποσῶς», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»